διαπεφοιτηκυῖα

διαπεφοιτηκυῖα
διαφοιτάω
wander
perf part act fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαφοιτώ — διαφοιτῶ ( άω) (Α) 1. περιπλανώμαι, περιφέρομαι 2. (ιδ. για σκυλιά σε ιχνηλασία) βαδίζω μπρος και πίσω 3. (για φήμη) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι 4. (με αιτ.) επισκέπτομαι συχνά («διαφοιτῶντες τὸ ζεῡγμα», Φιλοστρ. Εικόνες) 5. διαπερνώ («ψυχὴ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”